περβολάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

περβολάρη

  1. περβολάρης, στη γενική του ενικού
  2. περβολάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. περβολάρης, στην κλητική του ενικού