περγαμόντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περγαμόντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bergamotto
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περγαμόντο ουδέτερο και (λαϊκότροπο) περγαμότο
- (φυτό) μικρό αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Citrus aurantium) από τα εσπεριδοειδή· παράγει κίτρινους καρπούς που στο σχήμα και το μέγεθος μοιάζουν με πορτοκάλια
- γλυκό του κουταλιού από περγαμόντο (1)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)