περιγραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιγραφή < αρχαία ελληνική περιγραφή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιγραφή θηλυκό
- η λεπτομερειακή απόδοση με προφορικό ή γραπτό λόγο μιας εικόνας, μορφής ή ενός γεγονότος
- η αφήγηση, η εξιστόρηση
- (γεωμετρία) η εγγραφή ενός σχήματος γύρω από κάποιο άλλο, ώστε η περιφέρεια του δεύτερου να εφάπτεται στην περιφέρεια του πρώτου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιγραφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιγραφή θηλυκό
- το περίγραμμα, η εξωτερική γραμμή που περικλείει ένα σχήμα
- περιφέρεια, περιοχή
- περιορισμός
- εξαπάτηση