περικαρδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περικαρδικός < περικάρδιο + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]περικαρδικός
- (καρδιολογία, ανατομία) που έχει σχέση με το περικάρδιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περικαρδικός
|