περικόβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περικόβω < (ελληνιστική κοινήπερικόπτω < αρχαία ελληνική κόπτω

περικόβω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]