περικύκλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περικύκλωση | οι | περικυκλώσεις |
γενική | της | περικύκλωσης* | των | περικυκλώσεων |
αιτιατική | την | περικύκλωση | τις | περικυκλώσεις |
κλητική | περικύκλωση | περικυκλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περικυκλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περικύκλωση < αρχαία ελληνική περικύκλωσις < περικυκλόω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περικύκλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περικυκλώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περικύκλωση