περιληπτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περιληπτικῶς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιληπτικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιληπτικῶς < αρχαία ελληνική περιληπτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε περιληπτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

περιληπτικώς

  • περιληπτικός (& περιληπτικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)