περισχοινίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περισχοινίζω < περι- + σχοῖν(ος) + -ίζω

περισχοινίζω

  1. περιδένω με σκοινί
  2. (μέρος της αγοράς ή δικαστηρίου όπως ο Ἄρειος πάγος) διαχωρίζω με σκοινί το μέρος του ακροατηρίου
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατ’ Ἀριστογείτονος α′, 23
    Τὸ τὴν βουλὴν τοὺς πεντακοσίους ἀπὸ τῆς ἀσθενοῦς τοιαυτησὶ κιγκλίδος τῶν ἀπορρήτων κυρίαν εἶναι, καὶ μὴ τοὺς ἰδιώτας ἐπεισιέναι· τὸ τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλήν, ὅταν ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται, κατὰ πολλὴν ἡσυχίαν ἐφ᾽ ἑαυτῆς εἶναι, καὶ ἅπαντας ἐκποδὼν ἀποχωρεῖν·

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]