περιφρονήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

περιφρονήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιφρονώ
  2. θα περιφρονήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιφρονώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

περιφρονήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιφρόνηση