περιχυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]περιχυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος περιχύνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιχυμένος
|
περιχυμένος, -η, -ο
|