περπατούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περπατούρα < λείπει η ετυμολογία
περπατούρα μωρού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περπατούρα θηλυκό

  1. είδος οχήματος για μωρό που δεν ξέρει ακόμα να περπατά, στράτα
  2. βοήθημα βάδισης για άτομα με κινητικά προβλήματα
    → δείτε τη λέξη πι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]