περφόρμερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περφόρμερ < αγγλική performer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περφόρμερ αρσενικό άκλιτο

  • (επάγγελμα) εκτελεστής προγράμματος και διασκεδαστής ακροατηρίου