πεσελί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεσελί < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεσελί ουδέτερο
- (ιδιωματικό, ενδυμασία) το κεντητό γιλέκο της παραδοσιακής γυναικείας κερκυραϊκής ενδυμασίας (κυρίως ως νυφικό ένδυμα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεσελί
|