πεσόντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεσόντες: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής πεσών στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεσόντες αρσενικό στον πληθυντικό δείτε την κλίση στο πεσών
- εκείνοι που σκοτώθηκαν στη μάχη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεσόντες
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]πεσόντες αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού της μετοχής πεσών