πετάγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πετάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος πετάω / πετώ, παράλληλος τύπος του πετιέμαι

πετάγομαι, πρτ.: πεταγόμουν(α), στ.μέλλ.: θα πεταχτώ, αόρ.: πετάχτηκα, μτχ.π.π.: πεταγμένος