πετάω λεφτά απ' το παράθυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετάω λεφτά απ' το παράθυρο < → δείτε τη λέξη πετάω στη σημασία: ρίχνω, λεφτά, απ' (από), το & παράθυρο στην αιτιατική ενικού
Έκφραση[επεξεργασία]
πετάω λεφτά απ' το παράθυρο
- κάνω άσκοπες και ανεπιτυχείς ενέργειες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετάω λεφτά απ' το παράθυρο
|