πετεγολέτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πετεγολέτσα
      γενική των πετεγολέτσων
    αιτιατική τα πετεγολέτσα
     κλητική πετεγολέτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετεγολέτσα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.te.ɣoˈle.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐τε‐γο‐λέ‐τσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πετεγολέτσα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]