πετροβάμβακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.tɾoˈvaɱ.va.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρο‐βάμ‐βα‐κας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πετροβάμβακας αρσενικό
- μονωτικό υλικό από εξαιρετικά λεπτές ίνες οι οποίες προέρχονται από μείγμα πετρωμάτων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πετροβάμβακας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πετρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)