πετρούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετρούλα | οι | πετρούλες |
γενική | της | πετρούλας | — | |
αιτιατική | την | πετρούλα | τις | πετρούλες |
κλητική | πετρούλα | πετρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πετρούλα < υποκοριστικό του πέτρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πετρούλα θηλυκό
- μικρή πέτρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πετρούλα
|