πετρόγλυφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουδέτερο και πετρογλυφικό
- προϊστορική εγχάραξη βράχου (συνήθως συμβολίζει σκηνές όμοιες με την προϊστορική τοιχογραφία)
- καλλιτεχνική ή συμβολική εγχάραξη πέτρας