πεφταργά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεφταργά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεφταργά θηλυκό
- (μυθολογία), στοιχειό της λαϊκής παράδοσης με μορφή γριάς ερχόταν τις Πέμπτες και τιμωρούσε τις γυναίκες που έκλωθαν.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεφταργά
|