πηγαδόπετρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πηγαδόπετρα θηλυκό
- πέτρα η οποία έχει χρησιμοποιηθεί σε χτίσιμο πηγαδιού (ιδίως στο περιστόμιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πηγαδόπετρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)