πηδαλιουχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πηδαλιουχῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πηδαλιουχώ < ελληνιστική κοινή πηδαλιουχέω[1] / πηδαλιουχῶ < πηδαλιοῦχος < αρχαία ελληνική πηδάλιον + ἔχω

πηδαλιουχώ (παθητική φωνή: πηδαλιουχούμαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. πηδαλιουχέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.