πηδημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πηδημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πηδώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pi.ðiˈme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]πηδημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πηδάω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- πηδηγμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πηδημένος
|