πηλοβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηλοβάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πηλοβάτης (όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία). Μορφολογικά αναλύεται σε πηλό(ς) + -βάτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.loˈva.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐λο‐βά‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηλοβάτης αρσενικό
- (αμφίβιο) είδος φρύνου, άνουρου αμφιβίου της οικογένειας Pelobatidae
- ≋ ταυτόσημα: πιλοβατίδα (θηλυκό)
- δείτε και το αρχαίο Πηλοβάτης (χαρακτήρας της Βατραχομυομαχίας)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πηλοβάτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηλοβάτης
Πηγές[επεξεργασία]
- λήμματα: πηλοβάτης, πηλοβατίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πηλοβάτης σελ.5799 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηλοβάτης, -ου αρσενικό
- → δείτε Πηλοβάτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βάτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αμφίβια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)