πηλοβάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πηλοβάτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πηλοβάτης οι πηλοβάτες
      γενική του πηλοβάτη των πηλοβατών
    αιτιατική τον πηλοβάτη τους πηλοβάτες
     κλητική πηλοβάτη πηλοβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηλοβάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πηλοβάτης (όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία). Μορφολογικά αναλύεται σε πηλό(ς) + -βάτης
Πηλοβάτης (Pelobates syriacus).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.loˈva.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πη‐λο‐βά‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηλοβάτης αρσενικό

  1. (αμφίβιο) είδος φρύνου, άνουρου αμφιβίου της οικογένειας Pelobatidae
    ταυτόσημα: πιλοβατίδα (θηλυκό)
  2. δείτε και το αρχαίο Πηλοβάτης (χαρακτήρας της Βατραχομυομαχίας)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηλοβάτης, -ου αρσενικό