πηλοπλαστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηλοπλαστική οι πηλοπλαστικές
      γενική της πηλοπλαστικής των πηλοπλαστικών
    αιτιατική την πηλοπλαστική τις πηλοπλαστικές
     κλητική πηλοπλαστική πηλοπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πηλοπλαστική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πηλοπλαστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πηλοπλαστική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πηλοπλαστική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]