πηλοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πηλοφόρος οι πηλοφόροι
      γενική του/της πηλοφόρου των πηλοφόρων
    αιτιατική τον/την πηλοφόρο τους/τις πηλοφόρους
     κλητική πηλοφόρε πηλοφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πηλοφόρος < ελληνιστική κοινή πηλοφόρος < αρχαία ελληνική πηλός + φέρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πηλοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • πηλοφόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]