πιάνω πάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιάνω πάτο < → δείτε τις λέξεις πιάνω και πάτο

Έκφραση

[επεξεργασία]

πιάνω πάτο

  1. φτάνω ως τον πάτο, τον πυθμένα
  2. (μεταφορικά) αποτυγχάνω τελείως