πιέσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πιέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιέζω
  2. θα πιέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιέζω
  3. να πιέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιέζω



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πιέσει θηλυκό