πικάπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πικάπ < αγγλική pick up

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πικάπ ουδέτερο άκλιτο

  • ηλεκτρικό γραμμόφωνο
    ※  Ξύπνησα από τη μουσική που έβλεπα στο όνειρό μου, η κόρη μου είχε βάλει στο πικάπ μια έξοχη εκτέλεση του Παλεστρίνα. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1991) Καταφυγή [διήγημα])

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]