πικές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πικές | οι | πικέδες |
γενική | του | πικέ | των | πικέδων |
αιτιατική | τον | πικέ | τους | πικέδες |
κλητική | πικέ | πικέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πικές αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πικές
|