πικές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πίκες
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πικές οι πικέδες
      γενική του πικέ των πικέδων
    αιτιατική τον πικέ τους πικέδες
     κλητική πικέ πικέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πικές < πικέ +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πικές αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]