πινακογλείφτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πινακογλείφτισσα < πινακογλείφτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πινακογλείφτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη πινακογλείφτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πινακογλείφτισσα
|