πινελάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πινελάρω
- βάφω ή απλώνω μια ουσία σε μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας πινέλο
- (ναυτικός όρος) ρίχνω άγκυρα με δεμένο σ’ αυτήν ένα πινέλι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πινελάρισμα
- → δείτε τις λέξεις πινέλο και πινέλι
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πινελάρω
|