πινιάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πινιάτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πινιάτα θηλυκό
- χάλκινη χύτρα
- (παιχνίδι) κούκλα γεμάτη με γλυκά
πινιάτα θηλυκό