πινιάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πινιάτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πινιάτα θηλυκό

  1. χάλκινη χύτρα
  2. (παιχνίδι) κούκλα γεμάτη με γλυκά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]