πιπράσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πιπράσκω   πιπράσκομαι 
Παρατατικός  ἐπίπρασκον   ἐπιπρασκόμην 
Μέλλοντας  πραθήσομαι 
Αόριστος  ἔπρησα   ἐπράθην 
Παρακείμενος  πέπρακα   πέπραμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπράκειν   ἐπεπράμην 
Συντελ.Μέλλ.  πεπρακώς ἔσομαι   πεπράσομαι 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιπράσκω < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

πιπράσκω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]