πιρουνάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πιρουνάτος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που τρώγεται με πιρούνι
- Φακές πιρουνάτες με φέτα και ελιές. (*)
- (νεολογισμός) που δημιουργείται χρησιμοποιώντας πιρούνι
- Μπούκλες πιρουνάτες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιρουνάτος
|