πιστολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιστολίζω < πιστόλ(ι) + -ίζω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.stoˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐στο‐λί‐ζω

πιστολίζω, αόρ.: πιστόλισα, παθ.φωνή: πιστολίζομαι, π.αόρ.: πιστολίστηκα, μτχ.π.π.: πιστολισμένος [2]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πιστολίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)