πιστωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πιστότης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιστωτής οι πιστωτές
      γενική του πιστωτή των πιστωτών
    αιτιατική τον πιστωτή τους πιστωτές
     κλητική πιστωτή πιστωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιστωτής < πιστώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιστωτής αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]