πιστότερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιστότερα < συγκριτικός βαθμός του πιστά

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πιστότερα

  • με πιο πιστό τρόπο (σπάνια για έμψυχα)
    Απέδωσε το έργο πιστότερα από τους άλλες μεταφρστές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πιστότερα