πιτσούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιτσούνι | τα | πιτσούνια |
γενική | του | πιτσουνιού | των | πιτσουνιών |
αιτιατική | το | πιτσούνι | τα | πιτσούνια |
κλητική | πιτσούνι | πιτσούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιτσούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική piccione < λατινική pipionem, αιτιατική του pipio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pip- (κελαηδώ, τιτιβίζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιτσούνι ουδέτερο
- το νεογέννητo περιστέρι
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) οι ερωτευμένοι ή οι νεόνυμφοι (τρυφερή αναφορά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)