πιτόγυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιτόγυρο | τα | πιτόγυρα |
γενική | του | πιτόγυρου | των | πιτόγυρων |
αιτιατική | το | πιτόγυρο | τα | πιτόγυρα |
κλητική | πιτόγυρο | πιτόγυρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιτόγυρο ουδέτερο
- (γαστρονομία) πίτα με γύρο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Γύρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιτόγυρο
|