πλάβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλάβα | οι | πλάβες |
γενική | της | πλάβας | των | πλαβών |
αιτιατική | την | πλάβα | τις | πλάβες |
κλητική | πλάβα | πλάβες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
και των πλαβών - γενική πληθυντικού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
η πλάβα (el) θηλυκό, ενικός
οι πλάβες (el) θηλυκό, πληθυντικός
- η ποταμόβαρκα, η ελόβαρκα, η βαλτόβαρκα, η πλατυπύθμενη βάρκα