πλάστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλάστρα οι πλάστρες
      γενική της πλάστρας
    αιτιατική την πλάστρα τις πλάστρες
     κλητική πλάστρα πλάστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλάστρα < πλάστης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλάστρα θηλυκό

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη πλάστης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]