πλάτυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλάτυνση | οι | πλατύνσεις |
γενική | της | πλάτυνσης | των | πλατύνσεων |
αιτιατική | την | πλάτυνση | τις | πλατύνσεις |
κλητική | πλάτυνση | πλατύνσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλάτυνση < αρχαία ελληνική πλάτυνσις < πλατύνω < πλατύς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλάτυνση θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλατύνω / πλαταίνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλάτυνση
|