πλέχτουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μάλλον από το πλέκω.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλέχτουρο ουδέτερο
- Ορθογώνιος μακρόστενος ογκόλιθος. Χρησίμευε κυρίως ως δοκάρι στο χτίσιμο μεγαλιθικών κατασκευών.
- Όταν έσκαψε για τα θεμέλια του σπιτιού του και βρήκε πλέχτουρα από το κάστρο του Οιτύλου έλεγε ότι: «Η Παναγία μου ’δωσε την γη, η Παναγία μου ’δωσε και τις πέτρες να χτίσω το σπίτι μου», και έσπαγε τα πλέχτουρα και έχτιζε το σπίτι του.