πλήττομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πλήττομαι
- παθητική φωνή του ρήματος πλήττω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πλήττομαι
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα - μεσοπαθητική φωνή του ρήματος πλήττω
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Ρήματα στην παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα στη μεσοπαθητική φωνή (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)