πλαγίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαγίως < αρχαία ελληνική πλαγίως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πλαγίως

  1. όχι ευθέως, με πλάγιο τρόπο, έμμεσο και ίσως -αλλά όχι πάντα- ύπουλο
    Ηθελε να ζητήσει δανεικά και το έφερνε πλαγίως, αρχίζοντας με τα έξοδα των παιδιών, τις αναδουλειές...

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαγίως < πλάγιος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πλαγίως

  1. από το πλάι

Συγγενικά

[επεξεργασία]