πλαγιοδετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαγιοδετώ < πλαγιοδέτης +

πλαγιοδετώ (παθητική φωνή: πλαγιοδετούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]