πλακάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλακάκι τα πλακάκια
      γενική του πλακακιού των πλακακιών
    αιτιατική το πλακάκι τα πλακάκια
     κλητική πλακάκι πλακάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλακάκι < πλάκ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι (με σχετική υποκοριστική σημασία)
Εξάγωνα πλακάκια.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλακάκι ουδέτερο

  • μικρή σκληρή πλάκα που χρησιμοποιείται για την επίστρωση τοίχων, δαπέδων, επιφανειών
    μεγάλο πλακάκι από γρανίτη

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]