πλανητάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλανητάριο < πλανήτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλανητάριο ουδέτερο
- κέντρο προώθησης της επιστήμης στο ευρύ κοινό με προβολές, βιβλιοθήκες και πειράματα
- μέρος προβολών επιστημονικών εκπομπών (όχι μόνο αστροφυσικής θεματολογίας)
- ίδρυμα που δευτερογενώς έχει βιβλιοθήκες και πειραματικές αίθουσες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλανητάριο